δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek
ιξεύω — (Α ἰξεύω) [ιξός] 1. πιάνω πουλιά με ιξόβεργα 2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω νεοελλ. αλείφω με κόλλα ιξού … Dictionary of Greek
ιξοβόρος — ο (Α ἰξοβόρος, ον) νεοελλ. πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες αρχ. 1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ … Dictionary of Greek
κόκκωνας — ο (Α κόκκων, ωνος) νεοελλ. το σπέρμα τών κώνων τού πεύκου, το κουκουνάρι αρχ. 1. ο κόκκος τής ροδιάς 2. (κατά τον Ησύχ.) το σπέρμα τού ιξού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ων / ωνος (πρβλ. δρόμ ων, κώδ ων)] … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek